Σεμινάριο του Ινστιτούτου Konrad-Adenauer-Stiftung με θέμα "Training for Journalists: The Fundamentals of the European Union I “The EP, representation and democracy”.
Φίλες και φίλοι,
Η δημοσιονομική κρίση που έπληξε τα τελευταία χρόνια κυρίως τον ευρωπαϊκό Νότο και ακόμη περισσότερο τη χώρα μας, απέκτησε, αναπόφευκτα και διαστάσεις κρίσης κοινωνικής και αξιών. Και είναι σαφές ότι, έτσι, σχετίζεται άμεσα και με την άνοδο των λαϊκιστικών φωνών, αλλά και με την εξάπλωση του ευρωσκεπτικισμού, που απειλεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη ζωή και την επιχειρηματική δραστηριότητα των πολιτών, ίσως ακόμη και γι’ αυτή καθαυτή την ειρήνη στην, ιστορικά, ταλαιπωρημένη από αναρίθμητες πολεμικές περιπέτειες ήπειρό μας.
Κάθε κρίση αποτελεί, όμως, και μια ευκαιρία. Δοκιμάζοντας τις κοινωνίες, η κρίση των τελευταίων ετών, δοκίμασε αυτονόητα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιούργησε ένα αυστηρό πλαίσιο διεξοδικής αποτίμησης των μηχανισμών και των κανόνων λειτουργίας της Ένωσης, όχι σε επίπεδο θεωρητικό και γραφειοκρατικό, αλλά στην πράξη: με κέντρο αναφοράς τον πολίτη.
Η διεξοδική αυτή αποτίμηση, σε περιβάλλον δύσκολο, απέδειξε ξεκάθαρα ότι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα παρουσιάζονται σοβαρές αδυναμίες στον τρόπο που υιοθετούνται και εφαρμόζονται οι διαρθρωτικές πολικές. Και, γι’ αυτό, όλοι πλέον συμφωνούν ότι η ενεργός συμμετοχή των τοπικών και περιφερειακών αρχών στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των κοινοτικών στρατηγικών αποτελεί αδήριτη ανάγκη, αφού άλλωστε, περίπου το 70% της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας επαφίεται στη δική τους αρμοδιότητα, χωρίς ωστόσο να υποστηρίζονται, κατ’ αναλογίαν και σε σε επίπεδα χρηματοδότησης, υποδομών, οργάνωσης και διάθεσης εξειδικευμένου προσωπικού. Παρά την ύπαρξη του θεσμικού πλαισίου των ΟΤΑ, το οποίο τους εξουσιοδοτεί και συχνά τους επιβάλλει να ασκήσουν κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές, οι προϋποθέσεις άσκησης των πολιτικών αυτών δεν διασφαλίζονται επαρκώς.
Οι ΟΤΑ φέρουν σημαντική ευθύνη στην προάσπιση των συμφερόντων των τοπικών κοινωνιών τους, με στόχο τη βελτίωση και την ενίσχυση της περιφερειακής οικονομίας, την προώθηση της απασχόλησης, την καταπολέμηση της ανεργίας και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.
Αλλά η μείωση των οικονομικών πόρων από την κεντρική κυβέρνηση προς τις τοπικές αρχές, λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και κάποιων διοικητικών επιλογών, συμπίεσε αφόρητα τους ΟΤΑ και τους ανάγκασε να θεσπίσουν νέες, πιο ευέλικτες και λιγότερο γραφειοκρατικές πρακτικές για την αντιμετώπιση αυτών των έκτακτων αναγκών, προκειμένου και να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, αλλά και να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή, που δοκιμάζεται σήμερα σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η εμπειρία αυτή, ακριβώς επειδή είναι βιωματική, άμεση και αποκτάται από την επαφή με την καθημερινότητα των πολιτών, δεν είναι πλέον δυνατόν να απουσιάζει σε θεσμικό επίπεδο από τις διαβουλεύσεις και τις διαδικασίες διαμόρφωσης των ευρωπαϊκών στρατηγικών. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι το βασικότερο κύτταρο της δημοκρατίας και ο καταλληλότερος θεσμός για να εκτιμήσει και να αποτιμήσει σε πραγματικές συνθήκες την ωφέλεια και την αποτελεσματικότητα ή όχι των πολιτικών που, ως τώρα, συχνά αποφασίζονται υπό “εργαστηριακές συνθήκες” και καταρρέουν μόλις αρχίσουν να εφαρμόζονται στην πράξη.
Η συζήτηση αυτή, για τη σημαντική αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου των ΟΤΑ στο πλαίσιο των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ήδη αρχίσει. Και η εμπειρία μου ως εκλεγμένου αντιπροέδρου του Κογκρέσου Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2016 ήδη, μου επιτρέπει να αισιοδοξώ ότι μπορεί να βρεθεί τρόπος αυτή η όσμωση να επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον.
Στο Κογκρέσο εκπροσωπούνται 200.000 Δήμοι και Περιφέρειες και από τις 47 χώρες – μέλη του Συμβουλίου, όχι μόνον από τις χώρες – μέλη της Ένωσης. Και η έντονη και πολύ σοβαρή δουλειά που γίνεται εκεί έχει, έτσι, το πλεονέκτημα να αφορά εμπειρία και από πρακτικές που έχουν δοκιμαστεί εκτός κανονιστικού πλαισίου της κοινοτικής νομοθεσίας. Αυτή η σύνθεση προσεγγίσεων είναι εξαιρετικά πολύτιμη και εφόσον ο ρόλος των ΟΤΑ αναβαθμιστεί και θεσμικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει σπουδαίο εφόδιο για μια στροφή της ευρωπαϊκής στρατηγικής προς πιο ανθρωποκεντρικές και ρεαλιστικές πολιτικές, πολύ καλύτερα προσαρμοσμένες στις ανάγκες, τις αγωνίες, αλλά και τις προσδοκίες και τις ελπίδες των Ευρωπαίων πολιτών.
Αυτή η θεσμική αναβάθμιση είναι σε στάδιο υλοποίησης. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, και εντός του υφιστάμενου πλαισίου, υπάρχουν τρόποι για να συμμετέχουν οι Δήμοι και οι Περιφέρειες πιο ενεργά στη διακυβέρνηση, αλλά και τις νομοθετικές διαδικασίες της Ε.Ε. και, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη κινητικότητα γύρω απ’ το ζήτημα.
Για παράδειγμα, η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και η εδαφική συνοχή αποτελούν βασικούς τομείς για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την επίτευξη μιας έξυπνης, αειφόρου και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Και προς την κατεύθυνση αυτή, κινείται το Συμβούλιο των Δήμων και των Περιφερειών της Ευρώπης (CEMR), το οποίο υποστηρίζει τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης και αναπτύσσει, στην πράξη, μια πραγματική εταιρική σχέση μεταξύ όλων των επιπέδων διακυβέρνησης.
Ένα τέτοιο σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε συνδυασμό με τις αρχές της Επικουρικότητας και της Αναλογικότητας, καθώς και την ανάπτυξη κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών σε οριζόντια και κάθετα δίκτυα, θα βοηθήσει τους ΟΤΑ να λάβουν κοινά μέτρα και πολιτικές, απαραίτητα για την ενίσχυση των κοινωνικών και οικονομικών δράσεων για όλους τους πολίτες των ευρωπαϊκών περιφερειών.
Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντική, αλλά και πολύ ουσιαστική στην εποχή μας, της έξαρσης της μισαλλοδοξίας και της περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων, είναι η “Πολιτιστική Διπλωματία" που μπορεί και πρέπει να ασκήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ο εκπολιτιστικός ρόλος της δημοτικής αρχής σε μια πολυπολιτισμική Ευρώπη που σέβεται τη διαφορετικότητα και αίρει τους αποκλεισμούς, είναι κομβικός. Ο Δήμος μου, η Σάμος, απέχει 1.250 μέτρα από την Τουρκία και η συνάντηση λαών και πολιτισμών λαμβάνει, έτσι, χώρα, σχεδόν σε καθημερινή βάση και με τρόπο απόλυτα φυσικό. Είναι διαπιστωμένο στην πράξη ότι αυτό το αντάμωμα αμβλύνει αντιθέσεις, ανοίγει ορίζοντες στη σκέψη και συνιστά, αβίαστα κιόλας, διπλωματία υψηλού επιπέδου, αλλά στο πιο στοιχειώδες επίπεδο: αυτό της ανθρώπινης επαφής.
Είναι κάτι πολύ σημαντικό, διότι η αστραπιαία τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της ψηφιακής τεχνολογίας, η δημιουργία πολλών νέων κρατών από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, η τάση για οικονομική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση και η αλληλεξάρτηση που αυτή συνεπάγεται, συνετέλεσαν στη σύσφιξη των διακρατικών επαφών και στη συμπερίληψη του πολιτισμού στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ο σκοπός, είναι η ενεργός συμμετοχή στο διεθνές πολιτιστικό γίγνεσθαι και η προβολή του πολιτισμού στο εξωτερικό.
Σε τοπικό επίπεδο αυτή η πολιτική ασκείται από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς αυτή βρίσκεται κοντά στην κοινωνία, γνωρίζει τα καίρια ζητήματα και τις περισσότερες φορές έχει να προτείνει πρόσφορες διεξόδους ή τουλάχιστον να δράσει με πιο εύστοχο τρόπο από μια απόμακρη κεντρική διοίκηση. Και αυτό αποτελεί έναν έμμεσο, αλλά αποτελεσματικό τρόπο για ουσιαστική, έμπρακτη συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Το μέσο γι’ αυτό είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης, που προωθεί την πολιτιστική συνεργασία στην Ευρώπη ήδη από το 1949, με την ίδρυσή του. Πρόκειται για τον πρώτο πολιτικό οργανισμό στην Ευρώπη, ο οποίος σήμερα είναι ο μεγαλύτερος και εκτός από τους βασικούς στόχους της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προώθησης των δημοκρατικών θεσμών αποσκοπεί και στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας στο πλαίσιο της συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης όλων των ευρωπαϊκών πολιτισμών.
Η δραστηριότητα του Συμβουλίου στον τομέα του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς θεμελιώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τον Πολιτισμό καλύπτοντας: α) την εδραίωση του διαπολιτισμικού διαλόγου ως μέσου αποφυγής συγκρούσεων εξαιτίας πολιτισμικών ή θρησκευτικών διαφορών, β) την ανάπτυξης της νοοτροπίας για την αποδοχή της πολιτισμικής πολυμορφίας και διαφορετικότητας και γ) τη συνειδητοποίηση της σημασίας που έχει η κοινή πολιτιστική κληρονομιά
Το κορυφαίο όργανο για τις εισηγήσεις, τη χάραξη και ενεργοποίηση των πολιτικών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι το Συνέδριο των Ευρωπαίων Υπουργών Πολιτισμού, όπου παρουσιάζονται νέες ιδέες και διαπιστώνονται τα προβλήματα σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο. Έπειτα, το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα επιθεώρησης των εθνικών πολιτιστικών πολιτικών γίνεται με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και γνώσεων σχετικά με πολιτιστικές πολιτικές.
Όπως διαφαίνεται από τα προαναφερόμενα, ο πολιτισμός για την Ε.Ε. θεωρείται σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της τοπικής, περιφερειακής, εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας, καθώς και στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής.
Για τον λόγο αυτό, στο άρθρο 198Α της Συνθήκης του Μάαστριχτ προβλέφθηκε η σύσταση της «Επιτροπής των Περιφερειών», ενός συμβουλευτικού οργάνου αποτελούμενου από εκπροσώπους των αρχών περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης, το οποίο γνωμοδοτεί για τις προτάσεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου σε αρκετά θέματα, μεταξύ των οποίων και ο πολιτισμός (άρθρ.128 ΣυνθΕΚ). Θεσμικά, λοιπόν, η συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε ευρωπαϊκά ζητήματα ξεκινάει από το 1994.
Σε κοινοτικό επίπεδο με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το 1984, τέθηκε το ζήτημα της περιφερειακής πολιτικής της Κοινότητας και του ρόλου των περιφερειών, ενώ το 1985 υπεγράφη ο Ευρωπαϊκός Χάρτης της Τοπικής Αυτονομίας (πράξη του Συμβουλίου της Ευρώπης), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1988, τη χρονιά που με ένα δεύτερο ψήφισμα του Κοινοβουλίου ψηφίστηκε και ο «Κοινοτικός Χάρτης Περιφερειακής Διαίρεσης».
Τη δεκαετία του 1980, η Τοπική Αυτοδιοίκηση αρχίζει να ενισχύεται, καθώς της ανατέθηκαν νέες αρμοδιότητες και άρχισε να δραστηριοποιείται σε θέματα τοπικής ανάπτυξης. Ειδικότερα, οι θεσμικές βάσεις για τη διεύρυνση της συμμετοχής της Τ.Α. στην πολιτιστική ζωή του τόπου δημιουργήθηκαν με τον ν.1065/1980. Στο θεσμικό πλαίσιο των δημοτικών επιχειρήσεων των Ο.Τ.Α. εμφανίστηκε ο θεσμός των ΔΕΠΑ (Δημοτικές Επιχειρήσεις Πολιτιστικής Ανάπτυξης), ενώ τα πρώτα Πνευματικά Κέντρα, που συνήθως ανήκουν στην κατηγορία των ΝΠΔΔ (νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου) στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν με το Πενταετές Πρόγραμμα 1983-1987. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προέβλεπε την ανάπτυξη κτιριακής υποδομής και τη στέγαση καλλιτεχνικών ιδρυμάτων (μουσεία, βιβλιοθήκες, πινακοθήκες, κινηματογράφους και θέατρα, φιλαρμονικές και σχολές διδασκαλίας μουσικής, σχολές χορού, ζωγραφικής, γλυπτικής κ.ά.) για την ανάδειξη και προστασία του τοπικού πολιτισμού και την προβολή των πολιτιστικών αγαθών. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, τη σκυτάλη της κεντρικής εξουσίας στην προώθηση των πολιτιστικών αξιών άρχισε να παίρνει η τοπική αυτοδιοίκηση χρησιμοποιώντας τις πολιτιστικές στρατηγικές ως βασικό αναπτυξιακό εργαλείο.
Στις μέρες μας, τις οικονομικά δύσκολες, η προσπάθεια αυτή οφείλει να συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό, με την ένταξη σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και με την πλήρη απορρόφηση όλων των ευρωπαϊκών κονδυλίων για τον Πολιτισμό. Ο άξονας “Πολιτιστική δράση στην τοπική κοινωνία – Υπουργείο Πολιτισμού - Συνέδριο των Υπουργών Πολιτισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης”, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την αναβάθμιση του ρόλου των ΟΤΑ στα ευρωπαϊκά πράγματα και αυτόν οφείλουμε να ακολουθήσουμε, ενισχύοντας τις δομές και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για δράσεις πρωτότυπες, με ευρεία χρήση των ψηφιακών μέσων της εποχής μας και, βέβαια, μέσω διεθνών συνεργιών και συνεργασιών.
Κι αυτό μας φέρνει στο τρίτο κεφάλαιο της αναζήτησής μας. Δεν είναι άλλος από τον αξιολογότατο, αλλά σχετικώς αναξιοποίητο ως τώρα από τους ΟΤΑ μας θεσμό του Δικτύου Πόλεων.
Τα δίκτυα πόλεων έχουν ως στόχο να φέρουν κοντά τους Δήμους πάνω σε ένα κοινό θέμα, έτσι ώστε η συνεργασία τους να γίνει πιο αποτελεσματική και βιώσιμη.
Αποτελεί έναν χρήσιμο και ουσιαστικό θεσμό αλλά και ένα μέσο που βοηθά στην ανταλλαγή καλών πρακτικών και την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση της κοινής εμπειρίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αδελφοποίηση συνιστά έναν ισχυρό δεσμό για τους δήμους και το δυναμικό των δικτύων που δημιουργούνται από μια σειρά δεσμών αδελφοποίησης πόλεων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη θεματικής και μακροχρόνιας συνεργασίας τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει την ανάπτυξη τέτοιων δικτύων, τα οποία είναι σημαντικά για την εξασφάλιση διαρθρωμένης, έντονης και πολύπλευρης συνεργασίας και συμβάλλουν έτσι στη μεγιστοποίηση του αντικτύπου που έχει στην πράξη κάθε πρόγραμμα.
Τα δίκτυα πόλεων μπορούν να ενσωματώνουν ένα φάσμα δραστηριοτήτων γύρω από θέματα κοινού ενδιαφέροντος, να έχουν καθορισμένες ομάδες-στόχους για τις οποίες τα επιλεγμένα θέματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά και να συμμετέχουν δραστήρια σε αυτά μέλη της κοινότητας στον θεματικό τομέα (δηλαδή τοπικές ενώσεις, πολίτες, ειδικοί και ομάδες πολιτών που ενδιαφέρονται άμεσα για το θέμα κ.λπ.). Τα δίκτυα μπορούν, επίσης, να λειτουργούν ως βάση για μελλοντικές πρωτοβουλίες και δράσεις μεταξύ των πόλεων που συμμετέχουν σ’ αυτά, όσον αφορά στα θέματα που εξετάζονται ή ενδεχομένως άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο είναι ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της κάθε χώρας μπορούν να συνεργάζονται με αντίστοιχους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης άλλων χωρών. Οι συνεργασίες αυτές αφορούν στη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκά και διεθνή δίκτυα τοπικών και περιφερειακών αρχών με σκοπό την προαγωγή και διευκόλυνση της διακρατικής, διαπεριφερειακής, διασυνοριακής και εδαφικής συνεργασίας, αλλά, κρισιμότερα ακόμη, και τη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκά προγράμματα.
Για την καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών εντός τέτοιου δικτύου μπορούν να συμμετέχουν σε αυτό κοινωνικοί φορείς με αντίστοιχους σκοπούς , καθώς επίσης και πανεπιστημιακά ή ερευνητικά ιδρύματα. Το δίκτυο συστήνεται βάσει ενός κειμένου διακήρυξης και λειτουργεί βάσει συγκεκριμένου καταστατικού. Με τη διακήρυξή του, το δίκτυο καθορίζει την ονομασία, τους λόγους που οδήγησαν τα συμμετέχοντα μέρη στη σύστασή του, την αποστολή του, τους επιμέρους στόχους και δράσεις του, τα μέσα υλοποίησης των στόχων του, καθώς και την έδρα του. Πέραν των στοιχείων της διακήρυξης, στο καταστατικό του δικτύου περιλαμβάνονται επιπλέον οι πόροι, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών, η διοίκησή τους και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση και τη λειτουργία τους.
Τα δίκτυα πόλεων, τα εθνικά και πολύ περισσότερο τα διεθνή, εφόσον αξιοποιηθούν στις πλήρεις διαστάσεις τους, αποτελούν έτσι ένα σημαντικό πυρήνα πολιτικής έκφρασης και ένα θεσμικό παράγοντα που οι θεματικές και οι κατευθύνσεις του δεν μπορούν να αγνοηθούν από την κεντρική διοίκηση, ούτε από τα ευρωπαϊκά όργανα. Είναι ένα πεδίο που αξίζει ευρύτερης αξιοποίησης από τους ελληνικούς ΟΤΑ, για λόγους πρακτικούς, αλλά και εμπέδωσης της δημοκρατίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σ’ αυτό το σημείο, θέλω να αναφερθώ και σ’ ένα πολύτιμο εργαλείο για κάθε ΟΤΑ. Δεν είναι άλλος από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης που έχει εκπονήσει το Κογκρέσο Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο είμαι επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας και, όπως σας προείπα, εκλεγμένος Αντιπρόεδρός του το 2016 και πάλι πέρυσι τον Οκτώβριο: σε λίγες σελίδες, με πολιτικά και νομικά επιχειρήματα που δύσκολα μπορούν να αντικρουστούν, ο Χάρτης αποτυπώνει άριστα και τεκμηριωμένα τους λόγους για τους οποίους Δήμοι και Περιφέρειες πρέπει να διαχειρίζονται σημαντικό μέρος των δημοσίων υποθέσεων, προς όφελος των πληθυσμών τους, αλλά και για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του εσωτερικού και ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς και για την εμπέδωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης σε επίπεδο εθνικό και, κατ’ επέκταση Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πολιτική έννοια της αυτοδιοίκησης βρίσκεται ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία και σκοπεύει στη μετατροπή των δύο αυτών πραγματικοτήτων σε ενότητα. Και γι’ αυτό, αποτελεί το προσφορότερο μέσο για να εμφυσήσει στο λαό δημοκρατικές ιδέες και πάντα εντός ενός ισοζυγίου υποχρεώσεων - δικαιωμάτων.
Αν, λοιπόν, με έναν ακόμη τρόπο μπορούν οι ΟΤΑ να επηρεάσουν τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων είναι μέσω της συμμετοχικής “τοπικής" δημοκρατίας, θεμελιωμένης στις αρχές της δημοσιότητας, της διαφάνειας, της διαβούλευσης, της συναπόφασης και της λογοδοσίας! Η αντίληψη ότι ο πολίτης συμμετέχει στα κοινά του Δήμου του μόνο διά της ψήφου του, μια φορά στα πέντε χρόνια και, στο ενδιάμεσο, με κάποια εκδήλωση ή και διαδήλωση ακόμη, πού και πού, είναι ξεπερασμένη από τους καιρούς και διαβρωτική για τη δυναμική και τις διεκδικήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αυτή τη στιγμή, οι περισσότερες κεντρικές πολιτικές εφαρμόζονται σε τοπικό επίπεδο από τις αυτοδιοικητικές αρχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ειδικά οι Δήμοι, γίνονται πολύ συχνά είτε αποδέκτες διαμαρτυριών και παραπόνων που θα έπρεπε να απευθύνονται αλλού, είτε, απ’ την άλλη και προτάσεων, που θα μπορούσαν να αποδειχθούν γόνιμες και χρήσιμες, αλλά η ευθύνη και η δυνατότητα για την υλοποίησή τους ανήκει και πάλι αλλού!
Εάν, λοιπόν, θέλουν να έχουν μεγαλύτερο ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι ΟΤΑ, πρέπει, από... χθες ήδη, μέσω και της χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας, να δημιουργήσουν ένα νέο χώρο, ψηφιακό ή και φυσικό, αλλά πάντως ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους τους πολίτες, για την πληροφόρηση και τη μάθηση, για την υπεύθυνη διαβούλευση, για τη συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, για την πλήρη ενημέρωσή τους γύρω από δικαιώματα και υποχρεώσεις τους. Κάτι τέτοιο, όχι μόνον καλλιεργεί μια δημοκρατική κουλτούρα στους πολίτες, αλλά, διά της διαδικασίας ενός διαρκούς “δημοψηφίσματος” στο οποίο θα έχουν κίνητρο να συμμετέχουν, με διαφάνεια και εξασφάλιση της εγκυρότητας αυτής της συμμετοχής τους, τους μετατρέπει από απλούς αποδέκτες πολιτικής σε ενεργούς τοποτηρητές, ελεγκτές και παραγωγούς πολιτικής!
Συνδυάστε μια τέτοια, ιδανική προς το παρόν, αλλά καθόλου ανέφικτη, πραγματικότητα με τα δίκτυα πόλεων, που αναφέραμε πιο πάνω και αντιλαμβάνεστε ότι η επιρροή της τοπικής αυτοδιοίκησης και στις ευρωπαϊκές διαδικασίες αποφάσεων και νομοθετημάτων, αυξάνεται εκθετικά: οι φωνές δέκα πολιτών για έναν κακοφωτισμένο δρόμο, εκτός του ότι μπορεί να μην αφορούν καν ευθύνη μιας δημοτικής αρχής, είναι πάντως εύκολο να αγνοηθούν από την κεντρική διοίκηση -πόσο μάλλον την ευρωπαϊκή. Αλλά εκατό, διακόσιες, τριακόσιες χιλιάδες ψηφιακές υπογραφές που θα απαιτούν, λόγου χάριν, την εγκατάσταση κεντρικού δικτύου αποχέτευσης ή ακόμη και δύο εκατομμύρια υπογραφές για το θέμα αυτό που θα συγκεντρωθούν από ένα διεθνές δίκτυο πόλεων, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν από κανέναν.
Αποτελούν το πιο αποτελεσματικό “lobbying”, βασισμένο μάλιστα και στις δημοκρατικές ανάγκες των πολλών και όχι στα συμφέροντα λίγων, όπως συχνά συμβαίνει σ’ αυτές τις διαδικασίες επιρροής των κέντρων αποφάσεων.
Σας ευχαριστώ πολύ.