Οι ΟΤΑ φέρουν σημαντική ευθύνη στην προάσπιση των συμφερόντων των τοπικών κοινωνιών τους, με στόχο τη βελτίωση και την ενίσχυση της περιφερειακής οικονομίας, την προώθηση της απασχόλησης, την καταπολέμηση της ανεργίας και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.
Η δημοσιονομική κρίση που έπληξε τα τελευταία χρόνια κυρίως τον ευρωπαϊκό Νότο και ακόμη περισσότερο τη χώρα μας, απέκτησε, αναπόφευκτα και διαστάσεις κρίσης κοινωνικής και αξιών. Και είναι σαφές ότι, έτσι, σχετίζεται άμεσα και με την άνοδο των λαϊκιστικών φωνών, αλλά και με την εξάπλωση του ευρωσκεπτικισμού, που απειλεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη ζωή και την επιχειρηματική δραστηριότητα των πολιτών, ίσως ακόμη και γι’ αυτή καθαυτή την ειρήνη στην, ιστορικά, ταλαιπωρημένη από αναρίθμητες πολεμικές περιπέτειες ήπειρό μας.
Κάθε κρίση αποτελεί, όμως και μια ευκαιρία. Δοκιμάζοντας τις κοινωνίες, η κρίση των τελευταίων ετών, δοκίμασε αυτονόητα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιούργησε ένα αυστηρό πλαίσιο διεξοδικής αποτίμησης των μηχανισμών και των κανόνων λειτουργίας της Ένωσης, όχι σε επίπεδο θεωρητικό και γραφειοκρατικό, αλλά στην πράξη: με κέντρο αναφοράς τον πολίτη.
Η διεξοδική αυτή αποτίμηση, σε περιβάλλον δύσκολο, απέδειξε ξεκάθαρα ότι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα παρουσιάζονται σοβαρές αδυναμίες στον τρόπο που υιοθετούνται και εφαρμόζονται οι διαρθρωτικές πολικές. Και, γι’ αυτό, όλοι πλέον συμφωνούν ότι η ενεργός συμμετοχή των τοπικών και περιφερειακών αρχών στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των κοινοτικών στρατηγικών αποτελεί αδήριτη ανάγκη, αφού άλλωστε, περίπου το 70% της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας επαφίεται στην δική τους αρμοδιότητα, χωρίς ωστόσο να υποστηρίζονται, κατ’ αναλογίαν και σε επίπεδα χρηματοδότησης, υποδομών, οργάνωσης και διάθεσης εξειδικευμένου προσωπικού. Παρά την ύπαρξη του θεσμικού πλαισίου των ΟΤΑ, το οποίο τους εξουσιοδοτεί και συχνά τους επιβάλλει να ασκήσουν κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές, οι προϋποθέσεις άσκησης των πολιτικών αυτών δεν διασφαλίζονται επαρκώς.
Οι ΟΤΑ φέρουν σημαντική ευθύνη στην προάσπιση των συμφερόντων των τοπικών κοινωνιών τους, με στόχο τη βελτίωση και την ενίσχυση της περιφερειακής οικονομίας, την προώθηση της απασχόλησης, την καταπολέμηση της ανεργίας και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.
Αλλά η μείωση των οικονομικών πόρων από την κεντρική κυβέρνηση προς τις τοπικές αρχές, λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και κάποιων διοικητικών επιλογών, συμπίεσε αφόρητα τους ΟΤΑ και τους ανάγκασε να θεσπίσουν νέες, πιο ευέλικτες και λιγότερο γραφειοκρατικές πρακτικές για την αντιμετώπιση αυτών των έκτακτων αναγκών, προκειμένου και να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, αλλά και να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή, που δοκιμάζεται σήμερα σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η εμπειρία αυτή, ακριβώς επειδή είναι βιωματική, άμεση και αποκτάται από την επαφή με την καθημερινότητα των πολιτών, δεν είναι πλέον δυνατόν να απουσιάζει σε θεσμικό επίπεδο από τις διαβουλεύσεις και τις διαδικασίες διαμόρφωσης των ευρωπαϊκών στρατηγικών. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι το βασικότερο κύτταρο της δημοκρατίας και ο καταλληλότερος θεσμός για να εκτιμήσει και να αποτιμήσει σε πραγματικές συνθήκες την ωφέλεια και την αποτελεσματικότητα ή όχι των πολιτικών που, ως τώρα, συχνά αποφασίζονται υπό “εργαστηριακές συνθήκες” και καταρρέουν μόλις αρχίσουν να εφαρμόζονται στην πράξη.
Η συζήτηση αυτή, για τη σημαντική αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου των ΟΤΑ στο πλαίσιο των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ήδη αρχίσει. Και η εμπειρία μου ως εκλεγμένου αντιπροέδρου του Κογκρέσου Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2016 ήδη, μου επιτρέπει να αισιοδοξώ ότι μπορεί να βρεθεί τρόπος αυτή η όσμωση να επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον.
Εφόσον ο ρόλος των ΟΤΑ αναβαθμιστεί και θεσμικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει σπουδαίο εφόδιο για μια στροφή της ευρωπαϊκής στρατηγικής προς πιο ανθρωποκεντρικές και ρεαλιστικές πολιτικές, πολύ καλύτερα προσαρμοσμένες στις ανάγκες, τις αγωνίες, αλλά και τις προσδοκίες και τις ελπίδες των Ευρωπαίων πολιτών.
Εν τω μεταξύ, ωστόσο, και εντός του υφιστάμενου πλαισίου, υπάρχουν τρόποι για να συμμετέχουν οι Δήμοι και οι Περιφέρειες πιο ενεργά στη διακυβέρνηση, αλλά και τις νομοθετικές διαδικασίες της Ε.Ε. και, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη κινητικότητα γύρω απ’ το ζήτημα.
Για παράδειγμα, η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και η εδαφική συνοχή αποτελούν βασικούς τομείς για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την επίτευξη μιας έξυπνης, αειφόρου και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Και προς την κατεύθυνση αυτή κινείται το Συμβούλιο των Δήμων και των Περιφερειών της Ευρώπης (CEMR), το οποίο υποστηρίζει τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης και αναπτύσσει, στην πράξη, μια πραγματική εταιρική σχέση μεταξύ όλων των επιπέδων διακυβέρνησης.
Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντική, αλλά και πολύ ουσιαστική στην εποχή μας, της έξαρσης της μισαλλοδοξίας και της περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων, είναι η “Πολιτιστική Διπλωματία" που μπορεί και πρέπει να ασκήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ο εκπολιτιστικός ρόλος της δημοτικής αρχής σε μια πολυπολιτισμική Ευρώπη που σέβεται τη διαφορετικότητα και αίρει τους αποκλεισμούς, είναι κομβικός. Ο Δήμος μου, η Σάμος, απέχει 1250 μέτρα από την Τουρκία και η συνάντηση λαών και πολιτισμών λαμβάνει, έτσι, χώρα, σχεδόν σε καθημερινή βάση και με τρόπο απόλυτα φυσικό. Είναι διαπιστωμένο στην πράξη ότι αυτό το αντάμωμα αμβλύνει αντιθέσεις, ανοίγει ορίζοντες στη σκέψη και συνιστά, αβίαστα κιόλας, διπλωματία υψηλού επιπέδου, αλλά στο πιο στοιχειώδες επίπεδο: αυτό της ανθρώπινης επαφής.
Ο σκοπός, είναι η ενεργός συμμετοχή στο διεθνές πολιτιστικό γίγνεσθαι και η προβολή του πολιτισμού στο εξωτερικό. Ο πολιτισμός για την ΕΕ θεωρείται σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της τοπικής, περιφερειακής, εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας, καθώς και στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής.
Κι αυτό μας φέρνει στο τρίτο κεφάλαιο της αναζήτησής μας. Δεν είναι άλλος από τον αξιολογότατο, αλλά σχετικώς αναξιοποίητο ως τώρα από τους ΟΤΑ μας θεσμό του Δικτύου Πόλεων.
Τα δίκτυα πόλεων έχουν ως στόχο να φέρουν κοντά τους Δήμους πάνω σε ένα κοινό θέμα έτσι ώστε η συνεργασία τους να γίνει πιο αποτελεσματική και βιώσιμη.
Τα δίκτυα πόλεων μπορούν να ενσωματώνουν ένα φάσμα δραστηριοτήτων γύρω από θέματα κοινού ενδιαφέροντος, να έχουν καθορισμένες ομάδες-στόχους για τις οποίες τα επιλεγμένα θέματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά και να συμμετέχουν δραστήρια σε αυτά μέλη της κοινότητας στον θεματικό τομέα (δηλαδή τοπικές ενώσεις, πολίτες, ειδικοί και ομάδες πολιτών που ενδιαφέρονται άμεσα για το θέμα κ.λπ.). Τα δίκτυα μπορούν επίσης να λειτουργούν ως βάση για μελλοντικές πρωτοβουλίες και δράσεις μεταξύ των πόλεων που συμμετέχουν σ’ αυτά, όσον αφορά τα θέματα που εξετάζονται ή ενδεχομένως άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Σ’ αυτό το σημείο, θέλω να αναφερθώ και σ’ ένα πολύτιμο εργαλείο για κάθε ΟΤΑ. Δεν είναι άλλος από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης που έχει εκπονήσει το Κογκρέσο Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο είμαι επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας και, όπως σας προείπα, εκλεγμένος Αντιπρόεδρός του το 2016 και πάλι πέρυσι τον Οκτώβριο: σε λίγες σελίδες, με πολιτικά και νομικά επιχειρήματα που δύσκολα μπορούν να αντικρουστούν, ο Χάρτης αποτυπώνει άριστα και τεκμηριωμένα τους λόγους για τους οποίους Δήμοι και Περιφέρειες πρέπει να διαχειρίζονται σημαντικό μέρος των δημοσίων υποθέσεων, προς όφελος των πληθυσμών τους, αλλά και για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του εσωτερικού και ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς και για την εμπέδωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης σε επίπεδο εθνικό και, κατ’ επέκταση Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εάν, λοιπόν, θέλουν να έχουν μεγαλύτερο ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι ΟΤΑ, πρέπει, από... χθες ήδη, μέσω και της χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας, να δημιουργήσουν ένα νέο χώρο, ψηφιακό ή και φυσικό, αλλά πάντως ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους τους πολίτες, για την πληροφόρηση και τη μάθηση, για την υπεύθυνη διαβούλευση, για τη συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, για την πλήρη ενημέρωσή τους γύρω από δικαιώματα και υποχρεώσεις τους. Κάτι τέτοιο, όχι μόνον καλλιεργεί μια δημοκρατική κουλτούρα στους πολίτες, αλλά, δια της διαδικασίας ενός διαρκούς “δημοψηφίσματος” στο οποίο θα έχουν κίνητρο να συμμετέχουν, με διαφάνεια και εξασφάλιση της εγκυρότητας αυτής τους της συμμετοχής, τους μετατρέπει από από απλούς αποδέκτες πολιτικής σε ενεργούς τοποτηρητές, ελεγκτές και παραγωγούς πολιτικής!
Συνδυάστε μια τέτοια, ιδανική προς το παρόν, αλλά καθόλου ανέφικτη, πραγματικότητα με τα δίκτυα πόλεων, που αναφέραμε πιο πάνω και αντιλαμβάνεστε ότι η επιρροή της τοπικής αυτοδιοίκησης και στις ευρωπαϊκές διαδικασίες αποφάσεων και νομοθετημάτων, αυξάνεται εκθετικά.
Αποτελούν το πιο αποτελεσματικό “lobbying”, βασισμένο μάλιστα και στις δημοκρατικές ανάγκες των πολλών και όχι στα συμφέροντα λίγων, όπως συχνά συμβαίνει σ’ αυτές τις διαδικασίες επιρροής των κέντρων αποφάσεων.
[15.05.2019]: Αρθρο μου στο inlaw.gr