Η υγιής, βιώσιμη και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί ραχοκοκκαλιά των τοπικών κοινωνιών και κρίσιμη παράμετρο για τη βελτίωση και της μεγάλης οικονομικής εικόνας μιας χώρας.
*άρθρο μου στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών
Η υγιής, βιώσιμη και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί ραχοκοκκαλιά των τοπικών κοινωνιών και κρίσιμη παράμετρο για τη βελτίωση και της μεγάλης οικονομικής εικόνας μιας χώρας.
Οι συνέπειες της πανδημίας απ’ τη μια και, στη συνέχεια, το ροκάνισμα της αγοραστικής δύναμης του κοινού από τον πληθωρισμό και την ενεργειακή ακρίβεια, σε συνδυασμό με το ακριβό χρήμα που προέκυψε από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών, έχουν φέρει τις ΜμΕ σε δύσκολη θέση. Με δεδομένο ότι, συνειδητά -και, κάπου, αναπόφευκτα- οι πόροι του Επιχειρησιακού Προγράμματος “Ανταγωνιστικότητα 2021-27” διατέθηκαν όχι σ’ αυτές, αλλά σε δράσεις πολύ μεγάλου προϋπολογισμού, προκειμένου να απορροφηθούν γρήγορα και να μη χαθούν, το βάρος της ενίσχυσής τους πέφτει πλέον στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Το νέο ΕΣΠΑ προβλέπει διαχείριση από τις Περιφέρειες κονδυλίων ύψους 8.100.000.000 ευρώ, αυξημένων, δηλαδή, κατά 2,2 δισ. σε σχέση με το ΕΣΠΑ 2014-20. Πιο σημαντικοί ακόμη, όμως, είναι δύο άλλες παράμετροι. Η πρώτη αφορά στην ευρεία “βεντάλια” τομέων επιχειρηματικότητας που είναι επιλέξιμοι για χρηματοδοτούμενα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα. Έχουν καθοριστεί από την Εθνική Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης 2021-27 (ΕΣΕΕ-RIS3) και καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα:
Οι περιφερειακές “εξειδικεύσεις” ανοίγουν το δρόμο
Η άλλη παράμετρος, ορθώς, αξιοποιεί στο μέγιστο την πολύ στενότερη σύνδεση που έχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση με τις συγκεκριμένες ανάγκες της κατά τόπους επιχειρηματικότητας. Είναι η δυνατότητα των Περιφερειών να επιλέξουν τομείς πιο ταιριαστούς στις αναπτυξιακές τους ανάγκες, αλλά και πιο κατάλληλους για να στηρίξουν ΜμΕ που έχουν πληγεί απ’ όσα αναφέραμε πιο πάνω, προκειμένου να ανακάμψουν. Αυτές οι στρατηγικές περιφερειακές “εξειδικεύσεις” καθιστούν τα ΠΕΠ πιο ευέλικτα και, θεωρητικά, πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ όσο θα ήταν εάν αφορούσαν οριζόντιες και, λίγο πολύ, ισορροπημένες μεταξύ των 8 τομέων χρηματοδοτήσεις.
Δε θα μπούμε σε άλλες λεπτομέρειες γύρω απ’ αυτό, διότι δεν είναι ο σκοπός του σημειώματος. Σκοπός του είναι να διαπιστώσει ή όχι κάτι σημαντικό. Διότι η συγκεκριμένη, είναι μια από τις πολύ λίγες φορές που η Ε.Ε. αναβαθμίζει στην πράξη το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως προς αυτόν καθεαυτόν το σχεδιασμό κρίσιμων οικονομικών πολιτικών και δεν την περιορίζει στην απλή εμπέδωση-εφαρμογή στο πεδίο πολιτικών που, για να το πούμε σχηματικά, είναι γενικές, έχουν αποφασιστεί επί χάρτου και δεν ανταποκρίνονται απαραιτήτως στην ιδιαίτερη πραγματικότητα και τις αληθινές ανάγκες των τοπικών οικονομιών.
Το εάν αυτό είναι, λοιπόν, η αρχή μιας τάσης, μιας αλλαγής παραδείγματος, είναι το μέγα ζητούμενο, που απομένει να φανεί. Ίσως όμως να μην είναι καθόλου τυχαίο ότι έρχεται μετά τη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, που, μέσα από έναν ευρύτατο διάλογο, ανέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο την αδήριτη ανάγκη της “βάσης της πυραμίδας”, των πολιτών δηλαδή, να αποκτήσουν φωνή και ουσιαστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στο επίκεντρο των πολιτικών
Οι ΜμΕ αντιπροσωπεύουν το ίσως πλέον ενεργό λειτουργικό συστατικό των τοπικών κοινωνιών και οι πολιτικές που τους αφορούν δεν είναι δυνατόν να διαμορφώνονται ερήμην τους. Και επειδή ένας τέτοιος διάλογος είναι σίγουρα πολύ πιο εφικτός, δυναμικός και γόνιμος όταν γίνεται με την Τοπική Αυτοδιοίκηση -και όχι με τη Κεντρική διοίκηση- είναι σίγουρα μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν μη τι άλλο επειδή συνιστά ένα είδος χρήσιμης αυτοκριτικής εκ μέρους της Ε.Ε. και αναγνωρίζει έμπρακτα μια σοβαρή παράλειψη των παρελθόντων ετών που, πλέον, όμως, δεν υπάρχει περιθώριο να αγνοηθεί.
Η κατανομή ζωτικών πόρων με κριτήρια κατά βάση βραχυπρόθεσμα και πολιτικά-αντί με μακροπρόθεσμα, κοινωνικά και ανθρωποκεντρικά- είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που διαβρώνουν την πίστη των Ευρωπαίων απέναντι στο “ευρωπαϊκό όραμα” συνολικά, ως έννοια και επιδίωξη.
Αποσχιστικές και κάθε είδους ακραίες τάσεις ευδοκιμούν μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα που συγχέει εθνικές και υπερεθνικές πολιτικές με τρόπο που, εν τέλει, τις ταυτίζει και τις χαρακτηρίζει από αδιάφορες έως και εχθρικές ακόμη προς τον απλό πολίτη, εξέχον υπόδειγμα του οποίου συνιστά ο τυπικός μικρομεσαίος και μικρός επιχειρηματίας.
Χρέος της νέας Ευρωβουλής να στηρίξει τις ΜμΕ μέσω των ΟΤΑ
Η Ευρωβουλή που θα προκύψει από τις εκλογές του Ιουνίου οφείλει να πράξει κάθε τι δυνατόν, όχι απλώς για τη σημαντική ενδυνάμωση της μικρομεσαίας και μικρής επιχειρηματικότητας. Αλλά για την ενδυνάμωσή της με χρηματοδοτικά εργαλεία που, πριν καθοριστούν, θα συνυπολογίζουν στον μέγιστο βαθμό τις πραγματικές ανάγκες τους, όπως οι ίδιοι θα (πρέπει να) έχουν τη δυνατότητα να τις εκφράζουν στα αρμόδια όργανα.
Κι αυτό δε μπορεί να συμβεί εάν, συγχρόνως, δεν αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό οι αρμοδιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και στο επίπεδο του σχεδιασμού των πολιτικών και, πολύ περισσότερο, στο επίπεδο της ευέλικτης και προσαρμοσμένης στις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνιών κατανομής των κονδυλίων, με αντιστοιχία πόρων αρμοδιοτήτων (Χάρτης Τοπικής Δημοκρατίας του Συμβουλίου της Ευρώπης). Είναι ένα από μεγάλα επίδικα των Ευρωεκλογών, που, δυστυχώς, πολύ λίγο έχει τονιστεί μέχρι στιγμής. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα δημιουργίας θέσης Επιτρόπου με αποκλειστική αρμοδιότητα τις επιχειρήσεις (“Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΡΩΤΑ”)είναι ένα ιδιαιτέρως θετικό βήμα με στρατηγική σημασία.